συνδικαλιστικός

συνδικαλιστικός
-ή, -ό, Ν [συνδικαλιστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνδικαλισμό
2. φρ. α) «συνδικαλιστικό δίκαιο»
(νομ.) το σύνολο τών νομοθετικών διατάξεων και κανονισμών το οποίο αφορά τη σωματειακή οργάνωση και τη συλλογική δράση τών υποκειμένων τής εργασίας, γενικά, και ειδικότερα τής μισθωτής εργασίας, δηλαδή τών εργαζομένων
β) «συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων»
(νομ.) οργανώσεις που έχουν ως σκοπό την προάσπιση και την προαγωγή τών εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων τών εργαζομένων
γ) «πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις βάσης, δηλαδή τα σωματεία, τα τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, καθώς και οι ενώσεις προσώπων
δ) «δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις» — οι ομοσπονδίες τών εργατικών σωματείων και τα εργατικά κέντρα
ε) «τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις» — οι ενώσεις ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων.
επίρρ...
συνδικαλιστικώς και συνδικαλιστικά
Ν
με συνδικαλιστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδικαλιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συνδικαλισμό: Περιορίστηκαν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδικαλικός — ή, ό, Ν [συνδικαλισμός] συνδικαλιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”